ακατασίγητος

ακατασίγητος
-η, -ο [κατασιγώ]
1. αυτός που δεν σωπαίνει
2. εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να κατασιγάσει, να καταπραΰνει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”